- κτιστήν
- κτιστόςwroughtfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτίστην — κτίστης founder masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия
Фригийский язык — Страны: Фригия, древнее государство в Малой Азии Вымер … Википедия
θεογενικός — θεογενικός, όν (Μ) αυτός που ανήκει στη μητέρα τού θεού, σ αυτήν που γέννησε τον θεό («θεογενικαῑς άγκάλαις τον Κτίστην βαστάσασα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενικός (< γένος)] … Dictionary of Greek
κτίστης — και χτίστης, ο (AM κτίστης, θηλ. κτίστρια, Α και κτιστής) [κτίζω] 1. εργάτης ειδικευμένος στο κτίσιμο, οικοδόμος 2. ο δημιουργός τού σύμπαντος, ο πλάστης, ο θεός («τότε ένετείλατό μοι ό κτίστης απάντων», ΠΔ) αρχ. 1. ιδρυτής, θεμελιωτής, ιδίως… … Dictionary of Greek